- θεοπρεπές
- θεοπρεπήςmeet for a godmasc/fem voc sgθεοπρεπήςmeet for a godneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
боголѣпьно — (18) нар. Благочестиво, богоугодно: такова˫а и тѣхъ подобна сп҃са моѥго смотрьни˫а б҃олѣпно исправлѩють (ϑεοπρεπές) ГА XIII XIV, 51б; Иже б҃а любѩи. и ближнѩго любить всѩко таковыи блюсти имѣ(н)˫а не можеть. но растра˫аеть б҃олѣпно. комоуждо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεοπρεπής — ές (AM θεοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός 2. θαυμάσιος, θαυμαστός («θέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.) επίρρ... θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς) με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπής (<… … Dictionary of Greek